- αεροστάθμηση
- η [αεροσταθμώ]μέτρηση τής κλίσεως ενός επιπέδου ή μιας γραμμής με την αεροστάθμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αεροσταθμώ — ( έω) προσδιορίζω την κλίση ενός επιπέδου με αεροστάθμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αεροστάθμη. ΠΑΡ. αεροστάθμηση] … Dictionary of Greek